αντεπισπώ

αντεπισπώ
ἀντεπισπῶ (-άω) (Α)
1. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση
2. (-ώμαι) απορροφώ, χωνεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντεπίσπαστος — ἀντεπίσπαστος, ον (Μ) [αντεπισπώ] αυτός τον οποίο κάποιος επισύρει εναντίον του ίδιου του εαυτού του …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”